καταστομίζω

καταστομίζω
καταστομίζω (Α)
αναγκάζω κάποιον να σωπάσει, τού κλείνω το στόμα, αποστομώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -στομίζω (< στόμα), πρβλ. εν-στομίζω, επι-στομίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”